Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Ο καταρράχτης του Μοκιστιάνου στη Μυρτιά (φωτο)

Ο καταρράχτης του Μοκιστιάνου ή το Βασίλειο του Γερακιού
Την πρώτη φορά που άκουσα για τον καταρράχτη του Μοκιστιάνου αισθάνθηκα ενοχές που ως γέννημα και θρέμμα της Μυρτιάς δεν γνώριζα καλά αυτή την εξωτική δωρεά της φύσης. Όλοι και όλα είχαν αποκοιμηθεί γύρω μου, τόσα χρόνια δεν ξύπναγαν, να νιφτούν, ν’ αντερωθούν, να πιουν το καφεδάκι τους και ν’ αρχίσουν να λένε;
Ο Γιάννης Τσουγκράνης πριν δέκα περίπου χρόνια μου είχε πει ότι είδε στη Μυρτιά έναν τεράστιο καταρράχτη από το ελικόπτερο. Είχε πάρει αεροφωτογραφίες, τις οποίες ουδέποτε καταφέραμε να βρεθούμε για να μου τις δείξει.
Όσο σκέφτομαι ότι εικοσιπέντε χρόνια πριν είχαμε επιχειρήσει με τον Κώστα Κωνσταντόπουλο να εξερευνήσουμε το ρέμα του Μοκιστιάνου αναζητώντας μια ευρεσιτεχνία για ν’ ανεβάσουμε νερό στον Παλιουριά και σταματήσαμε λίγο πιο κάτω απ’ αυτόν τον υπέροχο καταρράχτη, μούρχεται να τρελαθώ.
Μου έμεινε όμως η φαντασίωση να επισκεφθώ μια μέρα τον άγριο τόπο του Μοκιστιάνου, να προσκυνήσω τον καταρράχτη που έλεγε ο Γιάννης Τσουγράνης. Ρώτησα τους παλιούς χωριανούς και, ναι, ήξεραν τον καταρράχτη, γιατί από κει, από τις «Βαμβακιές», περνούσε κάποτε το μονοπάτι των πανωχωριανών για τον Παλιουριά, όπου είχαν χωράφια με σιτάρια. Λέω, μα γιατί να μη μολογάνε τέτοια ομορφιά, αφού την ήξεραν; Ρώτησα τη μάνα μου, που διάβαινε κοπελούδα τις «Βαμβακιές» και τον ήξερε. «Και δεν μου είπες ποτέ γι’ αυτόν;». «Τι να σου πω παιδάκι μου; Ένα νερό που πέφτει είναι».
Δεν άργησα να συνθέσω τις εποχές που οι άνθρωποι λάτρευαν τα μεγάλα ποτάμια σα μεγάλους θεούς και τα μικρά σα μικρούς. Από τότε που αυτά θεωρήθηκαν είδωλα, σταμάτησαν και οι πιστοί του Θεού να σέβονται αυτές τις θεϊκές οντότητες και με μια μονοκονδυλιά τα διέγραψαν από την εκτίμησή τους. Ήταν η απαρχή μιας εποχής που όλα της Φύσης είναι ιδιοκτησία του ανθρώπου προς χρήση και κατανάλωση. Ήταν η εποχή που ο Θεός άρχισε να ξεχνιέται. Και μαζί με αυτόν τα πιο θαυμαστά έργα του. Άργησα πολύ όμως να καταλάβω, ότι γι’ αυτούς οι ομορφιές του τόπου τους είναι αυτονόητες και καθόλου αξιομνημόνευτες. Οι ομορφιές που χρήζουν αναφοράς και δημοσιότητας είναι οι ομορφιές που χάσαμε ή ξεχάσαμε. Είναι η μνήμη των κυττάρων μας, η ανάμνηση της αρχαίας σχέσης μας με το Θεό, που ενεργοποιείται πέρα από τα σύνορα του μυαλού και της κοινής λογικής. Γι’ αυτό οι αστοί ξετρελαίνονται με πράγματα που οι χωρικοί θεωρούν ασήμαντα και καθημερινά. Στ’ αλήθεια, οι ομορφιές του τόπου μας είναι μόνο στα μυαλά των αστών. Αλλά δεν είναι στα μυαλά των χωρικών.
Σήμερα ο Παλιουριάς είναι ελαιώνας, ένα οροπέδιο πεντακοσίων στρεμμάτων, ακριβώς πάνω από τα Λουτρά Μυρτιάς. Οι ασβεστολιθικοί του λόφοι φιλτράρουν το νερό των βροχών ή τις απολήξεις του υδροφόρου ορίζοντα, το διηθίζουν και καθώς αυτό διαπερνά τα ασβεστολιθικά πετρώματα του υπεδάφους, συγκεντρώνεται σε θύλακες και αναβλύζει στην Πηγή των Λουτρών, στην όχθη της Τριχωνίδας. Οι Ιταλοί, την περίοδο της Κατοχής, κάπου το 1943, επιστράτευσαν έναν βαρκάρη από τη Μυρτιά, έψαξαν σε κάποια απόσταση από την όχθη, ίσα μέσα στα Λουτρά και βρήκαν μεγάλη ιαματική πηγή μέσα στη λίμνη. Είπαν τότε ότι, αν είχαν αυτήν την πηγή στην Ιταλία, θα την είχαν κάνει Λουτρόπολη.
Οι ιαματικές δυνατότητες των Λουτρών Μυρτιάς, που ακόμα σήμερα βρίσκονται σε τριτοκοσμική κατάσταση, καταμαρτυρούνται από ένα περιστατικό που μου διηγήθηκαν από παλιά γέροντες:
Κάποτε, λέει, όταν ακόμα δεν πήγαινε αυτοκινητόδρομος στα Λουτρά, μονάχα ένα μονοπάτι ήταν, πήγαν έναν ανάπηρο δεμένο πάνω στο μουλάρι, γιατί δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Έ, ο ανάπηρος αυτός άνδρας έφυγε περπατώντας! Τα Λουτρά Μυρτιάς ήταν (και για διάφορους λόγους, δυστυχώς, δεν είναι) η κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Τελοσπάντων, τα Λουτρά Μυρτιάς, ο Παλιουριάς, ο Μοκιστιάνος ήταν πάντα για μένα μαγικά γενέθλια τοπία. Μεγάλωσα εκεί. Δούλεψα παιδί στο νεοφύτευτο λιοστάσι μας, κουβαλώντας νερό με το γαϊδουράκι, που κάποτε κατέρρευσε από την κόπωση κι έπεσε του θανατά, νομίσαμε πέθανε και τ’ αφήσαμε να το φάνε τα όρνια, μα εκείνο αναστήθηκε και την άλλη μέρα γύρισε μοναχό του στο σπίτι. Γι’ αυτό και θεώρησα ασυγχώρητο τον εαυτό μου που άφησα τον καταρράχτη του Μοκιστιάνου στην περιοχή του Αγνώστου.
Πριν έξι περίπου χρόνια εξομολογήθηκα το όνειρό μου σε δύο νεαρούς φίλους και χωριανούς μερακλήδες. Τον Αντώνη Αντωνόπουλο και τον Παναγιώτη Στριμμένο. Πήραν μια φωτογραφική μηχανή και σκαρφάλωσαν ρέμα το ρέμα, έφτασαν στον καταρράχτη και μου έφεραν τις πρώτες φωτογραφίες, τις οποίες δημοσίευσα τότε στην «Αναγγελία», πρώτη φορά στο φύλλο υπ’ αριθμόν 3 τον Ιανουάριο του 2001 και αργότερα στο εξώφυλλο της 118ης έκδοσης την Πέμπτη 19 Μαΐου 2005.
Ο καταρράχτης, από την πρώτη ακόμα δημοσίευση στο οπισθόφυλλο της «Αναγγελίας», έγινε αμέσως γνωστός και θαυμαστός στο αναγνωστικό κοινό του Αγρινίου. Μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου συζήτησαν πολλές φορές να κάνουν ένα μονοπάτι για τον καταρράχτη και άλλοι ρωτούσαν πώς μπορούν να πάνε να δούνε από κοντά αυτή την ομορφιά. Φυσικά δεν υπήρχε τουλάχιστον ασφαλής ή ανώδυνος τρόπος.
Πολλοί νόμισαν ότι επρόκειτο για τον καταρράχτη της Αγίας Ελεούσας, όπου είναι οι διάσημοι πια μύλοι του μπάρμπα Θανάση του Κωνσταντόπουλου. Όχι όμως. Ο καταρράχτης της Αγίας Ελεούσας Μυρτιάς, που κι αυτός μένει ακόμη αφωτογράφητος, μιας και πολλοί νομίζουν ότι τα νερά που βλέπουν από τους μύλους να πέφτουν, είναι ο πραγματικός καταρράχτης, γέννησε το γνωστό δημοτικό τραγούδι «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό», που μιλάει για τον κάμπο της Μυρτιάς και τα περιβόλια της. Μιλάει για τις λεμονιές, που κάνουν διπλό χυμό από κάθε άλλο λεμόνι οποιουδήποτε άλλου τόπου. «Στίψε ένα Γουρτσιάνικο λεμόνι», μου είπε κάποτε ο γέροντας Μπουκουβάλας, ο μπάρμπα Νώντας, πατέρας του γνωστού αναρχικού, «και θα φουρφουλιάξει το χώμα. Το λεμόνι της Γουρίτσας έχει διπλή οξύτητα από κάθε άλλο λεμόνι. Το τραγούδι της Βαγγελιώς εννοεί ακόμα και τις πορτοκαλιές της Γουρίτσας, που κάνουν το μοναδικό στον κόσμο σαγκουίνι, που τώρα το λένε οι ειδικοί «αιματόχρωμο». Όλα τα συγγράμματα των Γεωπονικών Πανεπιστημιακών Σχολών όλου του κόσμου το αναφέρουν ως μοναδικό. Λένε ότι καλλιεργείται μόνο σ’ αυτό τον ευλογημένο τόπο και δεν το αναγνωρίζουν ως αυθεντικό παρά μόνο στη Γουρίτσα. Ακόμα και οι τεράστιες φυτείες της Ισπανίας, που έγιναν από μπόλια της Γουρίτσας, είναι «τύπου Γουρίτσας». Όμως οι χωριανοί μου ξεριζώνουν τις πορτοκαλιές και φυτεύουν ελιές!
Αλλά εδώ μιλάμε για τον καταρράχτη του Μοκιστιάνου, του δεύτερου (και μεγαλύτερου) ποταμού της Μυρτιάς, που η Νομαρχία τον έμαθε, όταν πριν λίγα χρόνια έπνιξε με την πλημμύρα του το μισό κάμπο, απειλώντας ακόμα και ανθρώπινες ζωές! Μέχρι τότε ήταν άγνωστος και φυσικά άγραφος!
Ο Μοκιστιάνος πηγάζει στην Αγία Σοφία. Δηλαδή στη Μόκιστα, όπως την έλεγαν οι παλιοί και όσοι ακόμα τους αρέσει να μένουν στα παλιά ονόματα. Η πρώτη πηγή του Μοκιστιάνου είναι δίπλα στο μέρος όπου βρισκόταν στην αρχαιότητα ο Ναός της Αρτέμιδος, στα ερείπια του οποίου χτίστηκε από παλιά η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Στη Μόκιστα χορεύουν ακόμα το γαϊτανάκι το Πάσχα, ένας χορός που έρχεται από τα χρόνια της Αιτωλικής Συμπολιτείας και βάλε.
Η δεύτερη πηγή του Μοκιστιάνου είναι πιο χαμηλά. Αυτό το ποτάμι διασχίζει τους λόφους και πέφτει στη Μυρτιά, στη Γουρίτσα, όπως την έλεγαν οι παλιοί, στη Γη των (τελευταίων ίσως) Κουρητών δηλαδή, εκείνων των μάγων και των πολεμιστών που επιστράτευσε η Ρέα, η γυναίκα του Κρόνου, για να χτυπάνε τις ασπίδες τους στο Ιδαίον Άντρον της Κρήτης, για να μην ακούσει το κλάμα του μωρού ο Κρόνος και το φάει. Έτσι σώθηκε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, ο Δίας. Και η Κρήτη, όπως και η Γουρίτσα, είναι η Γη των Κουρητών.
Η Αγία Σοφία και η Μυρτιά. Η Μόκιστα και η Γουρίτσα. Που σήμερα είναι Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου Θέρμου, ενός Δήμου, στον οποίο θα έπρεπε να δοθεί το όνομα «Δήμος Αιτωλίας».
Την Τετάρτη 2 Αυγούστου 2006 πήρα την πληροφορία ότι ο Κυνηγετικός Σύλλογος Θέρμου άνοιξε ένα μονοπάτι από τα Μπαλαματσαίικα, στον Παλιουριά, που κατεβαίνει στον καταρράχτη. Ο Γουρτσιάνος Γιώργος Παπαϊωάννου, Δημοτικός Σύμβουλος Θέρμου και Πρόεδρος του Συλλόγου πήρε μια πρωτοβουλία και άνοιξε το μονοπάτι. Δεν είναι η καλύτερη λύση το μονοπάτι αυτό, αφού, αν ήταν ρέμα το ρέμα, θα χάριζε στον φυσιολάτρη την εκπληκτική διαδρομή του ποταμού, της καταπληκτικής κοιλάδας, όπως και την γνωριμία του με τις νεροτριβές και τους παλιούς νερόμυλους που βρίσκονται στην κόχη του κάμπου της Γουρίτσας, που ονομάζεται Λυκοστόμι και πιο ψηλά Χούνη, γιατί μοιάζει με το στόμα ενός γιγαντιαίου Λύκου στην αρχή και μετά γίνεται μια χοάνη που φτάνει ψηλά μέχρι τον απρόσιτο καταρράχτη. Όμως είναι κάτι κι αυτό, πολύ καλύτερο από το τίποτα. Είναι μια πρωτοβουλία που μπορεί να εξελιχθεί και να δώσει την δυνατότητα στους επισκέπτες να επισκεφθούν αυτόν τον εκπληκτικό νεραϊδότοπο. Να γίνει ένα πέτρινο και ασφαλές μονοπάτι, αλλά, είπαμε, όχι από κει που βολεύει μόνο τους κυνηγούς αγριογούρουνων. Από κάτω, από κει που θ’ αναδεικνύει την μακρόσυρτη ομορφιά της κοιλάδας του Μοκιστιάνου, που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από την διάσημη κοιλάδα των Τεμπών.
Τηλεφώνησα αμέσως στον σύντροφο Βασίλη Μυλωνά, με τον οποίο έχουμε ήδη κάνει αμέτρητες τέτοιες εκδρομές και – μαζί με τον Κωνσταντίνο – το απόγευμα της επόμενης μέρας, μας περίμενε ο Χρήστος Ζαρκάδας στην ταβέρνα του Ντάλλα, για να πάμε μαζί, να μας δείξει από πού άνοιξαν το μονοπάτι.
Αυτή τη στιγμή δεν είναι παρά ένα μονοπάτι για κυνηγούς. Που έλκονται από την περιοχή, διότι κρύβει στ’ απόσκια της αγριογούρουνα. Μπήκαμε σε μια στοά πουρναριών κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Το θερμόμετρο πρέπει να ήταν πάνω από 35 βαθμούς στον Παλιουριά. Ακούσαμε το νερό να πέφτει και ο ήχος μας καθοδηγούσε κάτω χαμηλά. Η κατάβαση ήταν δύσκολη. Τα ξερά πουρναρόφυλλα γλιστρούσαν και με μια απροσεξία κινδύνευες να βρεθείς ανάσκελα μέσα στα πουρνάρια με κάνα στραμπουληγμένο πόδι. Εδώ δεν επιτρέπεται λάθος. Γιατί κοστίζει πολύ.
Ο ήλιος είχε χαθεί από πάνω μας και κοντεύοντας να φτάσουμε, μας υποδέχτηκε πρώτα ο δροσερός αέρας που ερχόταν από τη ρεματιά.
Όταν φτάσαμε, ο ήχος του καταρράχτη είχε γίνει δυνατός, αλλά προτού ακόμα τον δούμε, είδαμε ψηλά ένα γεράκι να κάνει κύκλους. Φτάνοντας στον καταρράχτη, προτού προλάβουμε να θαυμάσουμε, κατέβηκε ξαφνικά ανάμεσα στα κλωνάρια των πλατανιών, σα να ήθελε να μας διώξει, σα να του χαλάσαμε την ησυχία. Πέρασε πάνω από τα κεφάλια μας, πράγμα σπάνιο για γεράκι. Νιώσαμε ότι ήταν επιθετικό, αλλά πήρε ύψος κι άρχισε πάλι να κάνει κύκλους από πάνω μας. Καταλάβαμε ότι περάσαμε τα σύνορα και εισβάλαμε στο Βασίλειο του Γερακιού.
Η θερμοκρασία τώρα ήταν δεν ήταν 25 βαθμοί. Δέκα βαθμοί διαφορά από την αρχή του μονοπατιού, σίγουρα. Ο αέρας της ρεματιάς που κουνούσε τα φύλλα των πλατανιών, των ιτιών, των ρεικιών, των κουμαριών, των φιλικιών και των σχοίνων κουβαλούσε ευπρόσδεκτα σταγονίδια νερού στο πρόσωπο. Μπροστά μας απλωνόταν ένα εκπληκτικό σκηνικό εξωτικής κινηματογραφικής ταινίας. Ο Μοκιστιάνος σ’ αυτό τουλάχιστον το σημείο του δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την περίφημη κινηματογραφική «γαλάζια λίμνη». Μόνο η Μπρουκ Σήλντς μας έλλειπε.
Σταθήκαμε δίπλα στον θηρίο πλάτανο μ’ ένα μεγάλο Ο στον κορμό του. «Αυτό», είπε ο Βασίλης, «είναι μνημείο της Φύσης» και άρχισε να στήνει τον τρίποδα της φωτογραφικής του μηχανής. Το πρόβλημά του ήταν ότι με τον φωτογραφικό εξοπλισμό που είχαμε μαζί μας, δεν μπορούσε να φωτογραφίσει το κατάμαυρο μεγάλο έντομο που έμοιαζε με λιβελούλη, αλλά δεν ήταν, έμοιαζε με πεταλούδα, αλλά δεν ήταν. Ούτε αυτός, ούτε εγώ είχαμε δει ποτέ ξανά τέτοιο έντομο. Ίσως να είναι αυτού εδώ του τόπου, αυτής της αιώνια υγρής κόχης. Δεν είμαστε φυσιοδίφες, αλλά θα μας άρεσε η ιδέα να έχουμε ανακαλύψει ένα νέο είδος εντόμου, που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου και φυσικά δεν έχει ποτέ καταγραφεί. Όμως αυτά δεν ανήκουν σε μας. Ανήκουν σε άλλους. Η μαγεία του τόπου φέρνει παράξενες ιδέες στο μυαλό, το γητεύει και το οδηγεί μ’ ένα άλμα στη χώρα της αχαλίνωτης φαντασίας. Η καταγραφή του όμως ίσως έχει επιστημονικό ενδιαφέρον. Μου αρκεί να σημειώσω την ύπαρξή του, γιατί σε κάθε περίπτωση αποτελεί χρέος απέναντι σ’ έναν μόνιμο κάτοικο αυτού του εξωτικού τόπου, σ’ έναν υπήκοο του φτερωτού βασιλιά που μας παρακολουθούσε από ψηλά, έναν αυτόχθονα που γνωρίσαμε στο Βασίλειο του Γερακιού.
Η 3η Αυγούστου που διαλέξαμε για την επίσκεψη στην κοιλάδα των Νυμφών, δεν μπορούσε να μας εγγυηθεί, ότι θα θαυμάζαμε όλη την ποσότητα του νερού του Μοκιστιάνου να πέφτει από ψηλά. Πιο πάνω, οι Μοκιστιάνοι κόβουν το νερό για να ποτίσουν τα χωράφια τους, ίσως και τη μισή ποσότητα του ποταμού. Χώρια το νερό που αντλούν για την ύδρευση του χωριού τους. Άρα μας στερούσαν άλλη τόση γοητεία από όση ασκούσε πάνω μας ακαταμάχητα ο Αυγουστιάτικος καταρράχτης. Όπως επίσης και το δέος από τα σημάδια της πλημμύρας, που, όταν γίνεται με τις καταιγίδες, αυτή εδώ η κόχη, μάλλον θα μοιάζει με την Πύλη της Κόλασης.
Θα ρθούμε πάλι την Άνοιξη, όταν θα είναι ανθισμένες οι κουτσουπιές του μονοπατιού και το νερό του καταρράχτη θα πέφτει διπλό. Θα έχουμε μαζί μας και τον τηλεφακό, για να φωτογραφίσουμε τον μαύρο φτερωτό αυτόχθονα.
Είπαμε ν’ ανεβούμε, για να προλάβουμε να φωτογραφίσουμε το ηλιοβασίλεμα στην Τριχωνίδα από το ύψος του Παλιουριά. Η σκληρή ανάβαση με ανάσες κράτησε δεκαοχτώ λεπτά. Ο βασιλιάς εκεί, απίκο. Να παρακολουθεί τα δρώμενα στο βασίλειό του. Άρχισε να κάνει πάλι επιβλητικούς κύκλους στον αέρα, όμως δεν κατέβηκε αυτή τη φορά επιθετικά από πάνω μας. Ίσως πείστηκε, ότι δεν ήρθαμε για το κακό του, ούτε για το κακό του βασιλείου του. Κι όταν πείσθηκε για τα καλά ότι φεύγουμε, άφησε τους μεγαλόπρεπους κύκλους του που έκανε με ακίνητα τα φτερά και βούτηξε απότομα για να τον χάσουμε οριστικά πίσω από το βράχο.
Βγαίνοντας πάλι από την στοά των πουρναριών στο φως του ήλιου και στο καρτέρι της ζέστης, μεγάλα πουλιά σηκώθηκαν ενοχλημένα και πέταξαν μακριά, μια χελώνα μας αποχαιρετούσε αργά κι ένα σούρσιμο στα τσακνάδια πρόδιδε φίδι. Ακούσαμε έναν μακάριο τσοπάνη να τραγουδά μακριά και τα κουδούνια των προβάτων να συνοδεύουν το ντέρτι του.
Λεζάντα εξωφύλλου 118 έκδοσης «Αναγγελίας»
Η πρώτη δημοσίευση της «Αναγγελίας» με θέμα τον καταρράχτη του Μοκιστιάνου έγινε τον Ιανουάριο 2001 στο οπισθόφυλλο της υπ’ αριθμόν 3 έκδοσής της. Η 118η έκδοσή της, στις 19 Μαΐου 2005 κοσμήθηκε στο εξώφυλλο από την ίδια φωτογραφία των Αντώνη Αντωνόπουλου και Παναγιώτη Στριμμένου. Αποδεικνύεται ως μία ακόμη δημοσιογραφική επιτυχία της εφημερίδας, γιατί κατέστησε τον καταρράχτη ονειρικό τόπο προορισμού των φυσιολατρών. Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό «Αγοράζην» τον Σεπτέμβριο του 2006.